τίεν

τίεν
τίε̄ν , τίω
pres inf act (attic epic doric)
τί̱ε̄ν , τίω
pres inf act (epic doric ionic)
τίω
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τιεν Σαν — (Όρη του Ουρανού κινεζικά). Ορεινό σύστημα της κεντρικής Ασίας, που εκτείνεται (μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας) επί περίπου 2.600 χλμ. με πλάτος έως 800 χλμ., σε κατεύθυνση ΝΔ ΒΑ από τον ορεογραφικό κόμβο του Παμίρ έως τα υψίπεδα της… …   Dictionary of Greek

  • τιεν — Ν (στην κινεζ. θρησκεία) η ανώτατη δύναμη που εξουσιάζει τους υποδεέστερους θεούς και τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. ť ien «ουρανός»] …   Dictionary of Greek

  • τῖεν — τίω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ταρίμ — Ποταμός της βορειοδυτικής Κίνας, στη Σινκιάνγκ Ουιγούρ. Σχηματίζεται στα Ν του Ακσού (Ακσού Κόνα Σαχρ) από τη συμβολή του Γιαρκάντ, μεγαλύτερου πηγαίου κλάδου του, μήκους 800 χλμ., που πηγάζει από τα όρη Καρακόραμ, με τον Ακσού, που κατεβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Τζουγγαρία — Ερημική περιοχή της κεντρικής Ασίας, που αποτελείται από ένα εκτεταμένο υψίπεδο το οποίο ορίζεται από τις οροσειρές των Μεγάλων Αλτάι στα Β Α και των Τιεν Σαν στα N., του Ταρμπαγκατάι και του Άλα Τάου της Τ. (Τζουγγάρσκι Αλατάου) στα Δ. Πολιτικά… …   Dictionary of Greek

  • Τουρκεστάν — ή Τουρκιστάν). Ιστορική περιοχή της κεντρικής Ασίας, οι κάτοικοι της οποίας μιλούν ιδιώματα του τουρκικού γλωσσικού κορμού. Εκτείνεται από την Κασπία Θάλασσα στα Δ, έως την έρημο Γκόμπι στα Α και ορίζεται στα Ν από τις ορεινές αλυσίδες Κοπέτ… …   Dictionary of Greek

  • σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”